- ξυλόσοφος
- ομωρόσοφος, μωρός που παριστάνει τον σοφό.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντόπουλου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυλοσοφώ — ξυλοσοφῶ, έω (Μ) προσποιούμαι τον σοφό, κάνω τον φιλόσοφο χωρίς να είμαι, είμαι ξυλόσοφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + σοφῶ μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. *ξυλόσοφος] … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek